-
1 плотина
-
2 плотина
плотинаж ὁ ὑδατοφράκτης, ὁ ὑδατο-φράχτης, ὁ ὑδροφράκτης, τό φράγμα. -
3 плотина
το φράγμα, ο υδροφράκτηςкаменная - λίθινο/πέτρινο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плотина
-
4 плотина
-ы θ.φράγμα ποταμού, υδατόφραγ-μα, υδατοφράχτης, υδροφράχτης. -
5 мельничный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мельничный
-
6 мельничный
επ.του μύλου•-ая плотина το φράγμα του μύλου•
-ые жернова οι μυλόπετρες•
-ое колесо πτερυγιοφόρος τροχός μύλου (φτερωτή).
-
7 протекционистский
επ.προστατευτικός•-ая плотина προστατευτικό φράγμα.
-
8 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
9 набросной
επ.ριψοποίητος, ριψοφτιαγμένος•-ая плотина φράγμα ριψοποίητο.
-
10 насыпной
επ.ριχνόμενος (σε λεπτά τεμάχια). || σχηματισμένος με ρίψεις,ή επισωρεύσεις•-ая плотина φράγμα από ρίψεις.
-
11 прорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. σχίζω, ξεσχίζω•прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.
2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•
прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.
3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•плотина -лась το φράγμα έσπασε.
|| ανοίγω•-лся нарыв έσπασε το απόστημα.
3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.4. εμφανίζομαι ξαφνικά.